τροχός

τροχός
τροχός, οῦ, ὁ (τρέχω; Hom. et al.; pap, LXX, En; GrBar 9:3; Ps.-Phoc. 27 ὁ βίος τροχός Horst; astr. tt. Cat. Cod. Astr. IX/1 p. 150 ln. 35; 151 ln. 1 and 23; Philo; SibOr 2, 295; loanw. in rabb.) wheel, in our lit. only in the expr. ὁ τροχὸς τῆς γενέσεως Js 3:6. S. γένεσις 2b; Cat. Cod. Astr. IX/2 p. 176–79; also JStiglmayr, BZ 11, 1913, 49–52 (against Stiglmayr JSchäfers, ThGl 5, 1913, 836–39); VBurch, Exp. 8th ser., 16, 1918, 221ff; REisler, Orphischdionys. Mysteriengedanken in der christl. Antike: Vorträge der Bibl. Warburg II/2, 1925, 86–92; GerhKittel, Die Probleme des palästin. Spätjudentums u. das Urchristentum 1926, 141–68; GRendall, The Epistle of St. James and Judaic Christianity 1927, 59f; DRobertson, ET 39, 1928, 333; NMacnicol, ibid. 55, ’43/44, 51f; WBieder, TZ 5, ’49, 109f; Windisch, Hdb.2 exc. on Js 3:6; JMarty, L’épître de Jacques ’35; Kl. Pauly IV 1460; V 1345f; BHHW III 2170–230, and comm. ad loc.—Or should the word be accented (ὁ) τρόχος (Soph., Hippocr. et al. On the difference betw. the words s. Trypho Alex. [I B.C.]: Fgm. 11 AvVelsen [1853]; s. L-S-J-M s.v. τροχός; Diehl3 accents the word as τρόχος in the passage Ps.-Phoc. 27 referred to above, but s. Horst p. 132 [w. reff.]), and should the transl. be the course or round of existence?—B. 725. DELG s.v. τρέχω. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τροχός — wheel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόχος — τροχός wheel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχός — Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του. Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα… …   Dictionary of Greek

  • τρόχος — Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του. Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα… …   Dictionary of Greek

  • τροχός — ο 1. μεταλλικός ή ξύλινος κυκλικός δίσκος που περιστρέφεται σε άξονα και που με αυτόν κινούνται τα οχήματα και οι μηχανές, η ρόδα. 2. ό,τι έχει σχήμα τροχού. 3. όργανο βασανιστηρίων στο μεσαίωνα, πάνω στο οποίο πέθαινε ο κατάδικος, αφού του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τροχός τὰ ἀνθρώπινα. — τροχός τὰ ἀνθρώπινα. См. Колесо фортуны …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • οδοντωτός τροχός — Μηχανισμός κατάλληλος για τη μετάδοση κίνησης από έναν κινητήριο σε έναν κινούμενο άξονα· αποτελείται από τροχούς, στην περιφέρεια των οποίων είναι διαμορφωμένες προεξοχές (δόντια) σε κανονικά διαστήματα και με κατάλληλο σχήμα. Η βάση των δοντιών …   Dictionary of Greek

  • τρόχω — τροχός wheel masc nom/voc/acc dual τροχός wheel masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχοῖο — τροχός wheel masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχοῖς — τροχός wheel masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχοῖσι — τροχός wheel masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”